χαιρήκοος

χαιρήκοος
-ον, Α
αυτός που ακούει και δέχεται ευχάριστα κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαίρω + -ήκοος (< ἀκοή), πρβλ. ὑπ-ήκοος. Το -η- τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”